- δυσουρικός
- -ή, -ό (AM δυσουρικός, -ή, -όν)αυτός που προκαλεί δυσουρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσουρικός — ή, ό αυτός που πάσχει από δυσουρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
dysuric — adjective see dysuria * * * dysūˈric adjective • • • Main Entry: ↑dysuria * * * dysuric, a. (dɪˈsjʊərɪk) [ad. Gr. δυσουρικός, f. δυσουρία disury: see ic.] Pertaining to or affected with … Useful english dictionary